Η υποστήριξη των ανθρώπων που πενθούν

Standard

Το πένθος αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο στην επιστήμη της Ψυχολογίας, όπως αποτελεί και μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή. Εκτός από το προσωπικό βίωμα της απώλειας (που θα αναλυθεί σε επόμενη ανάρτηση), εξαιρετικά δύσκολος είναι και ο ρόλος της υποστήριξης κάποιου που πενθεί. Συχνά ακόμα και το να βρει κανείς τις σωστές λέξεις παρηγοριάς είναι δύσκολο, προκαλεί άγχος και αβεβαιότητα. Ποιά είναι λοιπόν η καταλληλότερη στάση απέναντι σε κάποιον που θρηνεί την απώλεια ενός αγαπημένου του προσώπου;

Κατ’ αρχήν, ο άνθρωπος που θρηνεί έχει ανάγκη τη διαθεσιμότητά μας. Όποτε θέλει να επικοινωνήσει και να μοιραστεί τον πόνο του, χρειάζεται έναν ακροατή/ συζητητή. Επομένως, είναι σημαντικό να καθιστούμε σαφές ότι είμαστε διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή, προχωρώντας και ένα βήμα παραπέρα και προτείνοντας συγκεκριμένη συνάντηση κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή. Η κουβέντα «πάρε με όποτε χρειαστείς κάτι» εκφράζει μεν καλή πρόθεση, αλλά αυξάνει την πιθανότητα να μην επικοινωνήσει ο πενθών μαζί μας γιατί ίσως νιώσει ότι γίνεται φορτικός. Προλαμβάνοντας ένα τέτοιο συναίσθημα, παίρνουμε εμείς την πρωτοβουλία και ορίζουμε συγκεκριμένα πού και πότε θα βρεθούμε, σεβόμενοι φυσικά μια ενδεχόμενη άρνηση ή αναβολή από την πλευρά του, αλλά αποδεικνύοντας έμπρακτα τη διάθεση για συμπαράσταση και επικοινωνία.

Παράλληλα, αντί να αναζητούμε εναγωνίως τα σωστά λόγια παρηγοριάς, θέτουμε ερωτήσεις με ζεστασιά και ειλικρινές ενδιαφέρον. Το φαινομενικά απλό «Πώς είσαι σήμερα;» είναι καλύτερο από το να βιαζόμαστε να καλύψουμε τις σιωπές με συμβουλές και υποσχέσεις. Αποφεύγουμε τη στάση που υπονοεί ότι γνωρίζουμε a priori πώς αισθάνεται, ακόμα και αν όντως έχουμε βιώσει κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν. Η εμπειρία θρήνου κάθε ατόμου είναι μοναδική και πολύ προσωπική. Είναι προτιμότερο να διηγηθούμε μια δική μας παρόμοια εμπειρία απώλειας και να αποκαλύψουμε πώς προσαρμοστήκαμε σε αυτήν, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι αναφερόμαστε σε κάτι δικό μας και σε καμία περίπτωση δεν «επιβάλλουμε» έναν τρόπο σκέψης και σωστής αντίδρασης στον άλλον. Με την ίδια λογική, δεν λέμε στον πενθούντα τι «πρέπει» και τι «δεν πρέπει» να κάνει και να νιώσει, γιατί έτσι ενισχύουμε το συναίσθημα αδυναμίας που ήδη βιώνει και ενδέχεται να τον οδηγήσουμε και σε ακατάλληλη- για εκείνον- αντίδραση. Ακούμε τους προβληματισμούς του και τον αφήνουμε να βρει τις λύσεις και τις απαντήσεις που εκείνος επιθυμεί και χρειάζεται.

Επιπρόσθετα, δεν είναι καθόλου βοηθητικό να επιχειρούμε να «επιταχύνουμε» τη διαδικασία πένθους, προτρέποντας αμέσως τον πενθούντα να αναλάβει δράση, να κλείσει εκκρεμότητες σε σχέση με το θάνατο του αγαπημένου του προσώπου (για παράδειγμα να αποθηκεύσει τα προσωπικά του αντικείμενα), να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατόν στη δουλειά του κλπ. Ο πόνος θέλει χρόνο και υπομονή και ο καθένας έχει τους ρυθμούς του στη συνειδητοποίηση της απώλειας και στον επαναπροσδιορισμό της ζωής του. Σε πολλές περιπτώσεις, ο θάνατος ενός κοντινού ανθρώπου δεν ξεπερνιέται ποτέ εντελώς και ο πενθών μαθαίνει να ζει μέσα στη νέα πραγματικότητα, λειτουργικά και αποτελεσματικά. Επομένως, γινόμαστε συνοδοιπόροι στην επίπονη πορεία του θρήνου, χωρίς να βιαζόμαστε να κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, αλλά με σεβασμό στα αναγκαία για τον καθένα βήματα.

Τέλος, θέλει προσοχή η συνήθεια που έχουμε να παρέχουμε εξηγήσεις για όλο αυτό που συνέβη, μέσα από το δικό μας αξιακό σύστημα. Οι ερμηνείες που σχετίζονται με τη θέληση του Θεού, για παράδειγμα, ακόμα και αν στοχεύουν στην ανακούφιση, ενδέχεται να οδηγήσουν τον πενθούντα στο συμπέρασμα ότι δεν τον κατανοούμε. Ο θάνατος αφήνει ένα κενό που δεν υπόκειται εύκολα σε εξηγήσεις και ερμηνείες, καθότι το υπαρξιακό νόημα για τον καθένα είναι μοναδικό και όχι απαραίτητα σταθερό καθώς μεγαλώνει.

Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο βιβλίο αυτοβοήθειας, τόσο για εκείνον που πενθεί, όσο και για εκείνον που τον υποστηρίζει, το οποίο αποτέλεσε και την κύρια πηγή για τη συγκεκριμένη ανάρτηση: «Ν’ αγαπάς και να χάνεις. Αντιμετωπίζοντας την απώλεια» του συγγραφέα Robert Neimeyer, από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ.

Σχολιάστε